-
1 ἰδέα
ἰδέα, ἡ, ion. ἰδέη (ἰδεῖν), Ansehen, Gestalt, übh. die äußere Erscheinung; ἰδέᾳ καλὁν Pind. Ol. 11, 108; τὰ δ' ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰδέαν ἔχοντά σοι; Eur. Bacch. 464; πολλάκι γὰρ γνώμην ἐξαπατῶσ' ἰδέαι, der Schein täuscht, Theogn. 128; ἀποσεισάμεναι νέφος ὄμβριον ἀϑανάτας ἰδέας ἐπιδώμεϑα τηλεσκόπῳ ὄμματι γαῖαν Ar. Nubb. 289; τὴν ἰδέαν μοχϑηρός, von abscheulichem Aussehen, Andoc. 1, 100; τὴν ἰδέαν πάνυ καλός Plat. Prot. 315 e; παντοδαπὰ καὶ τὰς ἰδέας καὶ τὰ μεγέϑη Phaed. 109 b; τὰ ὁρώμενα τῆς ἰδέας Charm. 158 a; τῆς γῆς Phaed. 108 d; πλάττε μίαν ἰδέαν ϑηρίου Rep. IX, 588 c; Sp., τὴν ἰδέαν τοῦ σώματος ἄμεμπτος Plut. Pericl. 3. – Uebh. die Art u. Weise, die Beschaffenheit, das Wesen; ἑτέραν ὕμνων ἰδέαν Ar. Ran. 384; τίς ἰδέα βουλήματος Av. 993; φρέαρ παρέχεται τριφασίας ἰδέας, drei verschiedene Arten von Dingen, Her. 6, 119; ἐφρόνεον διφασίας ἰδέας, sie hatten zweierlei Meinungen, 6, 100; φυγῆς, πολέμων, Thuc. 1, 109. 3, 112; τῇ αὐτῇ ἰδέᾳ 2, 62; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες, jede Art u. Weise, jede Maaßregel versuchend, 3, 19; bei Isocr. 4, 7 entspricht διὰ μιᾶς ἰδέας dem τὸν αὐτὸν τρόπον, wie ἰδέαι λόγων den τρόποι, vgl. 7, 34, wo er von σεμνυνόμενοι u. ἀστεῖοι gesprochen u. fortfährt δεῖ δὲ χρῆσϑαι ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις ταύταις; 3, 44 χρὴ δὲ δοκιμάζειν τὰς ἀρετὰς οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰδέαις ἁπάσας, ἀλλὰ τὴν μὲν δικαιοσύνην ἐν ταῖς ἀπορίαις, τὴν δὲ σωφροσύνην ἐν ταῖς δυναστείαις, in denselben Lebensverhältnissen, Umständen; εἴπερ μέρη τε μὴ ἔχει καὶ μία ἐστὶν ἰδέα Plat. Theaet. 205 d; ἁπλοῦν τε εἶναι καὶ ἥκιστα τῆς ἑαυτοῦ ἰδέας ἐκβαίνειν Rep. II, 380 d, vgl. Crat. 439 e; im philosophischen Sinne, Urbild, Idee, das gedachte Ding im Ggstz des sinnlich wahrgenommenen, wobei aber immer an eine geistige Gestalt, die der Begriff annimmt u. die für den Geist gewissermaßen sinnlich wahrnehmbar ist, zu denken; ἡ τοῦ ἀγαϑοῦ ἰδέα Rep. III, 505 a, vgl. 508 e; Soph. 253 d μίαν ἰδέαν διὰ πολλῶν πάντη διατεταμένην ἱκανῶς διαισϑάνεται; vgl. Plut. plac. phil. 1, 10.
См. также в других словарях:
ιδέα — Φιλοσοφική έννοια. Κατά την πρωταρχική της έννοια σημαίνει την ορατή μορφή, την όψη. Κατ’ επέκταση, ο όρος αναφέρεται γενικά στη μορφή, στο είδος και στο γένος. Στην καθημερινή χρήση της, η λέξη ι. υπονοεί καθετί που υπάρχει στον ανθρώπινο νου… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
θυσία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, αναφέρεται στην τελετουργική ανάλωση ενός αγαθού. Στον όρο θ. εντάσσεται μεγάλη ποικιλία θρησκευτικών γεγονότων, τα οποία θα μπορούσαν να περιληφθούν σε τρεις θεμελιώδεις κατηγορίες: την προσφορά των απαρχών (των… … Dictionary of Greek
Πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
πλάτων — I Έλληνας φιλόσοφος (Αθήνα ή Αίγινα 428/427 π.Χ. – Αθήνα 348/347). Κατά την παράδοση, το αληθινό του όνομα ήταν Αριστοκλής, όπως και του παππού του, και μόνο πολύ αργότερα ονομάστηκε Πλάτων, εξαιτίας του πλάτους των ώμων του. Η ζωή του. Γόνος… … Dictionary of Greek
φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
ζωροαστρισμός — Αρχαία περσική θρησκεία που ίδρυσε ο Ζωροάστρης (βλ. λ.). Οι διδασκαλίες του ζ. εξελίχθηκαν εντυπωσιακά με την πάροδο του χρόνου. Η αρχαιότερη φάση αντιπροσωπεύεται από τις διδασκαλίες των Γκάθα. Μετά την αρχική διαρχία, η οποία ήταν άλλωστε… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
γερμανικοί λαοί — Ινδοευρωπαϊκή εθνική ομάδα, στην οποία ανήκουν πολλές δεκάδες πληθυσμών, οι οποίοι αποσπάστηκαν κατά την εποχή του ορειχάλκου από τον αρχικό κορμό και εγκαταστάθηκαν στην Ευρώπη, από τον Ρήνο μέχρι τον Βιστούλα και τον Δούναβη. Τις πρώτες… … Dictionary of Greek
αυτοαγαθός — αὐτοαγαθός, ή, όν (AM) 1. ο απόλυτα αγαθός, η ίδια η αγαθότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ αυτοαγαθόν η απόλυτη αγαθότητα, η ιδέα του αγαθού … Dictionary of Greek